- επαπολλυμι
- ἐπαπόλλυμιἐπ-απόλλῡμιдовершать гибель, окончательно губить
(τὸν ἄθλιον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν ἄθλιον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαπόλλυμι — ἐπαπόλλυμι και έπαπολλύω (Α) 1. καταστρέφω κάποιον, τόν εξολοθρεύω επί πλέον ή μετά από άλλον 2. (μέσ. παρακμ.) ἐπαπόλωλα πεθαίνω, αφανίζομαι μετά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόλλυμι «χάνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek